άνω κάτω
(επίρρ.)
ανακάτω
[anaˈkato]
Ουλαγ.
ανωσκάτους
[anoˈskatus]
Μισθ.
μάνα κάκα
[ˈmana ˈkaka]
Ουλαγ.
Από το αρχ. επίρρ. ἄνω κάτω. Ο τύπ. ανακάτω με αφομ. του [ο > a], πβ. και ανακατώνω. Ο τύπ. ανωσκάτους από φρ. άνω ως κάτω.