άλαγκος
(ουσ.)
άλανgος
[’alaŋgos]
Ουλαγ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. alak falak = τσαπατσούλικα, χαοτικά.
Μονο στην φρ. άλαγκος και φάλαγκος, άνω-κάτω
:
Ούλ-λα έπ'κες τα άλαγκος και φάλαγκος
(Όλα τα έκανες άνω κάτω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
άνω κάτω