ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άλαγκος (ουσ.) άλανgος [’alaŋgos] Ουλαγ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. alak falak = τσαπατσούλικα, χαοτικά.
Μονο στην φρ. άλαγκος και φάλαγκος, άνω-κάτω : Ούλ-λα έπ'κες τα άλαγκος και φάλαγκος (Όλα τα έκανες άνω κάτω) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. άνω κάτω