ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακσαραϊνός (επίθ.) αχσαρενός [axsareˈnos] Φλογ. αχσαρ'νός [axsaˈrnos] Μαλακ., Φλογ. Από το τοπων. Aksaray = όνομα καππαδοκικής επαρχίας, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
1. Αυτός που προέρχεται από την περιοχή Ακσεράι ό.π.τ. : || Φρ. Αχσαρ'νό πεπέρ (πιπέρι από το Ακσεράι˙ πιπέρι που καίει πολύ) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Το αρσ. ως ουσ., ο άνεμος που πνέει από το Ακσεράι, ο δυτικός Μαλακ., Φλογ. : Aχσαρενός φέρισ̑κεν το σ̑όν' (Ο δυτικός άνεμος έφερνε το χιόνι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812