ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλακατσάνος (ουσ.) αλακατσάνος [alakaˈtsanos] Αξ. Αγν. ετύμ. Κατά τους Μαυροχαλυβίδη και Κεσίσογλου (1960: 146) είτε από το ουσ. καλικάντζαρος είτε από το τουρκ ουσ. ala(n) kaçan = αυτός που παίρνει και φεύγει. Πβ. κατσαγάνος
Δαιμόνιο που εμφανίζεται κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, καλικάντζαρος Συνών. δωδεκάρι :2