αλαμαλίδι
(ουσ. ουδ.)
αλαμαλίδ'
[alamaˈlið]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
αλαμαλίρ'
[alamaˈlir]
Αραβαν., Γούρδ.
αλαμαλί
[alamaˈli]
Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
αναμαλίδ'
[anamaˈlið]
Ανακ., Σινασσ., Τελμ.
νεμαλίδι
[nemaˈliði]
Φάρασ.
νιμαλίδι
[nimaˈliði]
Φάρασ.
νεμολίδι
[nemoˈliði]
Φάρασ.
ραμαλίρ'
[ramaˈlir]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ουσ. δαμαλίδα και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Για την τροπή [ð] > [l] πβ. δίψα > λίψα. Ο τύπ. αναμαλίδι λόγω συνεκφοράς με το αόρ. άρθρ. ένα.
Δαμάλι, αγελάδα μικρής ηλικίας πριν γεννήσει
ό.π.τ.
:
Χάγεν 'να αλαμαλί
(Χάθηκε ένα δαμάλι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Το βόρ' όν' έν' μικρό λεν το ταυρί, χτσήνογιου το μικρό λεν το αλαμαλί
(Το βόδι όταν είναι μικρό το λένε ταυρί, της αγελάδας το μικρό το λένε δαμάλι)
Γούρδ.
-ΙΛΝΕ
Ρίφτουν σο τσ̑ουφάλι τ' ένα αλαμαλί
(Της χαρίζουν ένα δαμάλι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χάρ’τα τσ̑αι α νεμολίδι τσ̑αι πένdε 'ίδε τσ̑αι δύο αργατού 'μπέλι
(Χάρισέ της (ενν. της νύφης) και ένα δαμάλι, και πέντε γίδια και ένα αμπέλι δύο εργατών)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Γιαννάκη μου ας σε δώκω τη Χουρσή-Σελάμ, ας ποίκω και το γάμος
σαν του ρωμιού, ας σφάξω άγρια αλαμαλίδια (Γιαννάκη μου, ας σου δώσε την Χρυσή-Σελάμ, ας κάνω και γάμο
κατά τo ρωμέικο (χριστιανικό) έθος, ας σφάξω άγρια γελάδια) Τελμ. -Αινατζ. Πβ. αλαμαλιδόκκο
σαν του ρωμιού, ας σφάξω άγρια αλαμαλίδια (Γιαννάκη μου, ας σου δώσε την Χρυσή-Σελάμ, ας κάνω και γάμο
κατά τo ρωμέικο (χριστιανικό) έθος, ας σφάξω άγρια γελάδια) Τελμ. -Αινατζ. Πβ. αλαμαλιδόκκο