ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλατσούκα (ουσ. ουδ.) αλατσούκα [alaˈtsuka] Αραβαν. αλ̣ιτσούκα [aliˈtsuka] αλατζούκα [alaˈdzuka] Σινασσ. Ουδ. αλατσ̑ούχ̇ι [alaˈtʃuxi] Φάρασ. Πληθ. ελετζίκια [eleˈdzica] Ανακ., Φλογ. χέλετσ̑ικα [ˈçeletʃika] Φλογ. χελεdζ̑ίκα [çeleˈdʒika] Φλογ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. alacuk (όπου και τύπ. alacık, alaçık, alaçuk) = καλύβα του τσοπάνη.
Κωνοειδής καλύβα του αγροφύλακα από κλαδιά και φύλλα ό.π.τ. : Κειότανε μπεχτσής σα καρπούζια, σα ναγγιριώνες, κοιμότον σο χελετζ̑ίκα (Ήταν αγροφύλακας στα καρπούζια, στα μποστάνια, κοιμόταν στην καλύβα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. εβτζίκ