ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άλειμμα (ουσ. ουδ.) άλειμμα [ˈalima] Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ουλαγ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. ἄλειμμα.
1. Βούτυρο Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φάρασ. : Αλειμμάτ' το κουννί (Το δοχείο του βουτύρου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ς τα Άδανα πηγαίναμε τζ̑’ ερχούμεστε· πααίνκαμ’ άλειμμα, παχλάδε, σ̑ερέσ̑ι, μέλι, ύψεμα (Στα Άδανα πηγαίναμε κι ερχόμαστε· πηγαίναμε βούτυρο, φασόλια, χόρτα, μέλι, ψωμί) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φερίνκεν αλείμματα, φερίνκεν γάτε, μακαρτωμένο γα, περντίσι, 'αγοί (Έφερνε βούτυρα, έφερνε γάλατα, γιαούρτι, περδίκια, λαγούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Δίνgαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα τζαι παίρκαν κοτσ̑ί, κ'θάρι τζαι τζαχρί (Έδιναν στους χωριάτες μαλλί και βούτυρο γάλακτος και έπαιρναν στάρι, κριθάρι και κεχρί) Σατ. -Παπαδ. || Παροιμ. Τατάντ’σε η κάτα 'ς άλειμμα; Αβ' ζάπτι τζ̑ο ’ίνεται (Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά περιορισμός δεν γίνεται˙ όταν συνηθίζει κάποιος σε κάτι ωραίο και καλό δεν μπορεί μετά να το στερηθεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Η κάτα 'ς άλειμμα τζὄφτασε τζ̑αι είπεν τι ένι Παρασ̑dζ̑ευή (Η γάτα δεν έφτασε στο βούτυρο, και είπε ότι είναι Παρασκευή˙ όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. βούτυρο, καράκι
2. Λίπος Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Σεκ' νιούγο άλειμμα 'ς του φαΐ (Βάλε λίγο λίπος στο φαγητό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήφαρεν του πουλού ντ’ άλειμμα (Έφερε του πουλιού το λίπος) Φάρασ. -Dawk. Το κρα̈́ς του 'α τα ποίκουμ' παστουρμάδε, το άλειμμά του πάλι 'α τα ποίκουμ' γαβoυρμάς (To κρέας του θα το κάνουμε παστουρμάδες, το λίπος του πάλι θα το κάνουμε καβουρμά) Φάρασ. -Bağr. Συνών. πάχος
3. Λάδι Φάρασ. : Ζεϊτινού άλειμμα (Λάδι ελιάς, ελαιόλαδο) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. λάδι