άλειμμα
(ουσ. ουδ.)
άλειμμα
[ˈalima]
Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ουλαγ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. ἄλειμμα.
1. Βούτυρο
Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φάρασ.
:
Αλειμμάτ' το κουννί
(Το δοχείο του βουτύρου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ς τα Άδανα πηγαίναμε τζ̑’ ερχούμεστε· πααίνκαμ’ άλειμμα, παχλάδε, σ̑ερέσ̑ι, μέλι, ύψεμα
(Στα Άδανα πηγαίναμε κι ερχόμαστε· πηγαίναμε βούτυρο, φασόλια, χόρτα, μέλι, ψωμί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φερίνκεν αλείμματα, φερίνκεν γάτε, μακαρτωμένο γα, περντίσι, 'αγοί
(Έφερνε βούτυρα, έφερνε γάλατα, γιαούρτι, περδίκια, λαγούς)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δίνgαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα τζαι παίρκαν κοτσ̑ί, κ'θάρι τζαι τζαχρί
(Έδιναν στους χωριάτες μαλλί και βούτυρο γάλακτος και έπαιρναν στάρι, κριθάρι και κεχρί)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Τατάντ’σε η κάτα 'ς άλειμμα; Αβ' ζάπτι τζ̑ο ’ίνεται
(Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά περιορισμός δεν γίνεται˙ όταν συνηθίζει κάποιος σε κάτι ωραίο και καλό δεν μπορεί μετά να το στερηθεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Η κάτα 'ς άλειμμα τζὄφτασε τζ̑αι είπεν τι ένι Παρασ̑dζ̑ευή
(Η γάτα δεν έφτασε στο βούτυρο, και είπε ότι είναι Παρασκευή˙ όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
βούτυρο, καράκι
2. Λίπος
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Σεκ' νιούγο άλειμμα 'ς του φαΐ
(Βάλε λίγο λίπος στο φαγητό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήφαρεν του πουλού ντ’ άλειμμα
(Έφερε του πουλιού το λίπος)
Φάρασ.
-Dawk.
Το κρα̈́ς του 'α τα ποίκουμ' παστουρμάδε, το άλειμμά του πάλι 'α τα ποίκουμ' γαβoυρμάς
(To κρέας του θα το κάνουμε παστουρμάδες, το λίπος του πάλι θα το κάνουμε καβουρμά)
Φάρασ.
-Bağr.
Συνών.
πάχος