αλεπίκα
(ουσ. θηλ.)
αλεπίκα
[aleˈpika]
Σινασσ.
αλιπίκα
[aliˈpika]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
αλιbίκα
[aliˈbika]
Ανακ.
αλιbίκ-κα
[aliˈbika]
Αξ.
α̈λιbίκα
[æliˈbika]
Φλογ.
αλιbίκια
[aliˈbica]
Μισθ.
αλιπίκια
[aliˈpica]
Μισθ.
αλεπούκα
[aleˈpuka]
Μισθ.
αλεbούκα
[aleˈbuka]
Μισθ.
αλιbούκια
[aliˈbuca]
Μισθ.
αλϋbΰκια
[alyˈbyca]
Μισθ., Τσαρικ.
αλιbίκ
[aliˈbik]
Σεμέντρ.
Από το μεσν. ουσ. ἀλεπού και το παραγωγ. επίθμ. -κα ή -ίκα, στην περίπτωση των τύπων σε -ίκα, πιθ. ως αποτέλεσμα μορφολ. επανανάλυσης σε ουσ. που το θ. του έληγε σε -ι- και συνδυάζονταν με το -κα, π.χ. βιλλίκα. Σε κάποιες περιπτώσεις ηχηροποιείται το [p] και τρέπεται σε [b] ενώ σε άλλες το [i] τρέπεται σε [u]. Για την σημ. 2 βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀλεπός 4, 5, ἀλεπού 5.
1. Αλεπού
ό.π.τ.
:
Ύστερα αλιπίκα πήγεν πάλι σο βασιλέα
(Ύστερα η αλεπού πήγε πάλι στον βασιλιά)
-Dawk.
Ένα αλιπίκα είρε ιμιάς ένα πουλί απάνω’ στο ιτέν'
(Μια αλεπού είδε μιά φορά ένα πουλί πάνω στην τζιτζιφιά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σέμην αλιbούκια σου γκιουμιάσα
(Μπήκε η αλεπού στο κοτέτσι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αλιπίκκα με το qαρqά
(Αλεπού με τον κόρακα, ο γνωστός μύθος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Αλιbίκια είνι πονηρό
(Η αλεπού είναι πονηρή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λύκους μι δ' αλιbίκια γαρντάσ' νίουντι καμιά φορά
(Ο λύκος με την αλεπού καμιά φορά γίνονται αδέλφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ντιλκί
β.
Μτφ., πονηρός άνθρωπος
:
Ατό τι αλιbίκια 'νι!
(Τι παμπόνηρος που είναι αυτός!
)
Μισθ.
-Μακρ.
2. Ημικυκλική υποδοχή του άξονα των τροχών αμαξιού
Μισθ.