αλειμματερό
(ουσ. ουδ.)
'λειμμετερό
[limeteˈro]
Φάρασ.
Από το ουσ. ἄλειμμα (θ. αλειμματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ερός, με κατοπινή αποβολή του άτονου αρκτ. α-.
Είδος πίτας με βούτυρο που ζυμώνεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ή των Φώτων
Πβ.
άλειμμα :1