αλασεβιά
(επίρρ.)
αλασα̈βιά
[alasæˈvʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. alaseviya = αστόχαστα, απερίσκεπτα.
Αστόχαστα, απερίσκεπτα
:
Γκιαλαdζ̑εύ' αλασ̑αβιά
(Μιλάει απερίσκεπτα)
Μισθ.
-Μακρ.