ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλέθω (ρ.) αλέθω [aˈleθo] Σινασσ. αλέζω [aˈlezo] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. αλέζου [aˈlezu] Δίλ., Μισθ. αλένω [aˈleno] Αραβαν. Παρατατ. αλέισκα [aˈleiska] Μισθ. Αόρ. έλεσα [ˈelesa] Φλογ. έλισα [ˈelisa] Τσουχούρ. Υποτ. αλέσω [aˈleso] Ποτάμ. αλέσου [aˈlesu] Σίλ., Τσουχούρ. Παθ. αλιζιέμι [alizˈʝemi] Μισθ. Από το μεσν. ρ. άλέθω < αρχ. άλήθω. Οι τύπ. αλεζ- και αλεν- με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ζω ή -νω αντιστοίχως.
Αλέθω ό.π.τ. : Τ' άλεσμα άλεσά το (Άλεσα το σιτάρι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ν' αλέσου γέννημα (Ν' αλέσω σιτάρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντεν άλεζαμ' πολύ κότσι (Δεν αλέθαμε πολύ σιτάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αλέζου ντου γέλμα (Αλέθω σιτάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Πάμι σο μύου, σου νερού το μύου, ν' αλέσουμ' (Πάμε στον μύλο, στον υδρόμυλο, ν' αλέσουμε) Τσουχούρ. -VLACH Ατό έλισιν το ’λεύρι ο νομάτ, ήρτινι σο σπίτι (Ο άνθρωπος άλεσε το αλεύρι και πήγε στο σπίτι) Τσουχούρ. -VLACH || Φρ. Το μύλο τ' αλέζ' (Ο μύλος του αλέθει˙ Έχει γερή όρεξη, γερό στομάχι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ο καλός ο μύλος ό,τι βρει αλέθ' (Ο καλός ο μύλος ό,τι βρει αλέθει˙ Για ανθρώπους με καλή πέψη ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. τρίβω