αλάνι
(ουσ. ουδ.)
αλάν̑ιν
[aˈlaɲin]
Σίλ.
αλάνι
[aˈlani]
Φάρασ.
αλάν'
[aˈlan]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. alan = α) ξέφωτο σε δάσος β) ανοιχτός χώρος εντός πόλης, αλάνα γ) πεδίο.
Ξέφωτο, ανοιχτωσιά
ό.π.τ.