ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλάνι (ουσ. ουδ.) αλάν̑ιν [aˈlaɲin] Σίλ. αλάνι [aˈlani] Φάρασ. αλάν’ [aˈlan] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. alan = α) ξέφωτο σε δάσος β) ανοιχτός χώρος εντός πόλης, αλάνα γ) πεδίο.
Ξέφωτο, ανοιχτωσιά ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025