ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλγούνης (επίθ.) αλγούνης [alˈɣunis] Σινασσ. αλγούν' [alˈɣun] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. algın = α) αδύναμος, ασθενικός β) ερωτευμένος γ) δυνατός.
1. Εξαντλημένος Μισθ.
2. Νωθρός, τεμπέλης Μισθ. Συνών. αβαράς :1, βαρύς :4, κάλπι :4, μιζμίζης, μισκίνης, οκνός, υπνές, Αντίθ δουλευτάρος
3. Ζωηρός Σινασσ. Συνών. αζντουρμά :1, αφατσάν, αφσάρικος, αψύς, ντιρής