αλγούνης
(επίθ.)
αλγούνης
[alˈɣunis]
Σινασσ.
αλγούν'
[alˈɣun]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. algın = α) αδύναμος, ασθενικός β) ερωτευμένος γ) δυνατός.
1. Εξαντλημένος
Μισθ.