βαρύς
(επίθ.)
βαρύς
[vaˈris]
Σίλ.
βαρύ
[vaˈri]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
Θηλ.
βαριάσα
[vaˈrʝasa]
Σίλ.
Αρχ. επίθ. βαρύς. Ο τύπ. θηλ. βαριάσα αναλογ. προς άλλα επίθ. σε -άσα, π.χ. πασ̑κάσα.
1. Βαρύς
ό.π.τ.
:
Κείται βαρύ το σαντίχ'
(Είναι βαρύ το σεντούκι)
Αξ.
-Dawk.
Ντ' άλογου απ' του 'ρίφ' βαρύ 'νι
(Το άλογο είναι πιο βαρύ από το κατσίκι)
Μισθ.
-Φατ.
Έζ'γασαν και ήρτεν το σουλτανί βαρύ ασ' σην ψυχή
(Ζύγιζαν και ήρθε το ψωμί πιο βαρύ από την ψυχή)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ιστάθανι ορτός να παίξουνι, για ήτουνι βαρύ το τόπι, τσ̑ο πόρκανι!
(Στάθηκαν όρθιοι να παίξουνε, αλλά ήτανε βαρύ το τόπι και δεν μπορούσαν!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Το βαρύν το τ͑έρ' ασ' τον ντόπο τ' ντε σ̑'κούται
(Το βαρύ το λιθάρι από τον τόπο του δεν σηκώνεται˙ αυτός που είναι σοβαρός δεν νικιέται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το θάλι σον ντόπαν τ' ένι βαρύ
(Το λιθάρι στον τόπο του είναι βαρύ˙ στην πατρίδα του έχει κανείς μεγαλύτερη εκτίμηση και σημασία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Αν ένι το χώμα σου βαρύ, εγώ να σου το ελαφρύνω
Aν ένι το τόπος σου στενό, εγώ να σου το πλατύνω (Aν είναι το χώμα που σε σκεπάζει βαρύ, εγώ θα σου το ελαφρύνω
Αν είναι ο χώρος του τάφου σου στενός, εγώ θα σου τον πλατύνω) Τελμ. -Lag. Συνών. γουρσούνι
Aν ένι το τόπος σου στενό, εγώ να σου το πλατύνω (Aν είναι το χώμα που σε σκεπάζει βαρύ, εγώ θα σου το ελαφρύνω
Αν είναι ο χώρος του τάφου σου στενός, εγώ θα σου τον πλατύνω) Τελμ. -Lag. Συνών. γουρσούνι
2. Μτφ., δυσάρεστα έντονος, επαχθής
ό.π.τ.
:
Ποίκιν βαρύ όργο
(Έκανε βαριά δουλειά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Φετ'νού χειμός τσ̑όδουν πολύ βαρύ
(Ο φετινός χειμώνας ήταν πολύ βαρύς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα καλό κύριος άτρωπος έν'νε βαρύ αστενάρ'
(Ένας καλός κύριος είναι βαριά άρρωστος)
Φερτάκ.
-Thumb
|| Ασμ.
Αξενίτσα και γαριπιά έχει βαρύν αστένιος
((Ξενιτιά και παραμονή στα ξένα έχουν βαριά ασθένεια))
Τελμ.
-Lag.
Ρώτ'σα ένα, κουπώθανε οι δάκρες
Ρώτ'λλ' ένα, ήσαν βαρέ τα τάρτε (Ρώτησα έναν, χύθηκαν τα δάκρυα,
ρώτησα άλλον ένα, ήταν βαριά τα ντέρτια) Φάρασ. -Λαμπρ.
Ρώτ'λλ' ένα, ήσαν βαρέ τα τάρτε (Ρώτησα έναν, χύθηκαν τα δάκρυα,
ρώτησα άλλον ένα, ήταν βαριά τα ντέρτια) Φάρασ. -Λαμπρ.
3. Δύσπεπτος
Μαλακ., Μισθ.
:
Έριδι λίου βαρύ νταρά δου σουγκάτους
(Πέφτει λίγο βαριά τώρα η ομελέτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Οκνός, αργός
Μισθ., Σίλ.
:
Δε κλώχει του μελό μ', σα γράμμαδα τσόουμι λίου πολύ βαρύ
(Δεν παίρνει στροφές το μυαλό μου, στα γράμματα ήμουν λίγο αργός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αβαράς, αργός :1, γαλπαζάνος :3, κάλπι, μιζμίζης, μισκίνης :1
5. Επίσημος, γιορτινός
Ανακ., Μαλακ., Σίλ.
:
Βαριά τα ρούχα
(Επίσημα, γιορτινά ρούχα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βαρύ γιορτή έν' αύριο
(Αύριο είναι μεγάλη γιορτή)
Ανακ.
Αντίθ
λαφρός :4