ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουρσούνι (ουσ. ουδ.) γουρσούνι [ɣurˈsuni] Σίλ. γρουσ̑ούν' [ɣruʃun] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. γρουσ̑ούμ [ɣruʃum] Μισθ., Σινασσ. αγρουσούν' [aɣruˈsun] Τελμ. ογρουσούν [oɣruˈsun] Τελμ. κουρσούμ' [kurˈsum] Τροχ. Aπό το τουρκ. ουσ. kurşun = 1) μολύβι 2) σφαίρα, βόλι.
1. Μολύβι Μαλακ., Μισθ., Τελμ. : Τσείδι 'αν ντου γρουσ̑ούν' (Είναι (βαρύ) σαν το μολύβι) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Γουρσουνιού γαλέμι (Μολυβιού καλάμι˙ μολύβι γραψίματος, πβ. τουρκ. φρ. kurşun kalem) -Κωστ.Μ. Συνών. μολύβι :2
2. Σφαίρα, βλήμα Δίλ., Τροχ., Τσαρικ. Συνών. μολύβι :3, τόπι :1
3. Ως επίθ., μτφ., βαρύς Μισθ., Σινασσ. Συνών. βαρύς
4. Ως επίρρ., ξυστά Σίλ. : Γουρσούνι τουν πήρι (Τον πήρε ξυστά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6