γουρσούνι
(ουσ. ουδ.)
γουρσούνι
[ɣurˈsuni]
Σίλ.
γρουσ̑ούν'
[ɣruʃun]
Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
γρουσ̑ούμ
[ɣruʃum]
Μισθ., Σινασσ.
αγρουσούν'
[aɣruˈsun]
Τελμ.
ογρουσούν
[oɣruˈsun]
Τελμ.
κουρσούμ'
[kurˈsum]
Τροχ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kurşun = 1) μολύβι 2) σφαίρα, βόλι.
1. Μολύβι
Μαλακ., Μισθ., Τελμ.
:
Τσείδι 'αν ντου γρουσ̑ούν'
(Είναι (βαρύ) σαν το μολύβι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Γουρσουνιού γαλέμι
(Μολυβιού καλάμι˙ μολύβι γραψίματος, πβ. τουρκ. φρ. kurşun kalem)
-Κωστ.Μ.
Συνών.
μολύβι :2
4. Ως επίρρ., ξυστά
Σίλ.
:
Γουρσούνι τουν πήρι
(Τον πήρε ξυστά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6