ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουτσά (ουσ. ουδ.) γουτσ̑ά [ɣuˈtʃa] Ποτάμ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kozan = χρωματιστό μαντήλι (THADS, λ. kozan III).
Πετσέτα με την οποία τύλιγαν το φαγητό : Το γουτσ̑ά ανοίγηκε και απάνω του βγήκανε ειδών ειδών φαγητά (η πετσέτα άνοιξε και πάνω βγήκαν λογιών λογιών φαγητά) Ποτάμ. -Dawk. Εσ̑ύ να κυρέψ̑εις όπου είναι ση θύρα οπίσω το γουτσ̑ά (Εσύ να ζητήσεις το μαντήλι που είναι πίσω από την πόρτα) Ποτάμ. -Dawk. Πβ. ντεστιμάλι, πεσκίρι, πεσταμπάλι, Συνών. χειροπάνι :2
Τροποποιήθηκε: 19/01/2025