γουτσά
(ουσ. ουδ.)
γουτσ̑ά
[ɣuˈtʃa]
Ποτάμ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kozan = χρωματιστό μαντήλι (THADS, λ. kozan III).
Πετσέτα με την οποία τύλιγαν το φαγητό
:
Το γουτσ̑ά ανοίγηκε και απάνω του βγήκανε ειδών ειδών φαγητά
(η πετσέτα άνοιξε και πάνω βγήκαν λογιών λογιών φαγητά)
Ποτάμ.
-Dawk.
Εσ̑ύ να κυρέψ̑εις όπου είναι ση θύρα οπίσω το γουτσ̑ά
(Εσύ να ζητήσεις το μαντήλι που είναι πίσω από την πόρτα)
Ποτάμ.
-Dawk.
Πβ.
ντεστιμάλι, πεσκίρι, πεσταμπάλι, Συνών.
χειροπάνι :2
Τροποποιήθηκε: 19/01/2025