ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γράμμα (ουσ. ουδ.) γράμμα [ˈɣrama] Ανακ., Μισθ., Σατ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. qράμμα [ˈqrama] Φλογ. Πληθ. γράμματα [ˈɣramata] Τροχ., Φλογ. γράμμαδα [ˈɣramaða] Μισθ., Σινασσ. Αρχ. ουσ. γράμμα.
1. Γράμμα του αλφαβήτου ό.π.τ. : Τούς μαθαίνκιτι τα γράμματα; (Πώς μαθαίνατε τα γράμματα, δηλ. ανάγνωση;) Φάρασ. -Παπαδ. 'γάλια ντα γράμμαδα σ' να τσ̑είνdι σου τζιζού απάν’ (Πρόσεξε τα γράμματά σου να είναι πάνω στην γραμμή) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιαζί :1, ψηφί
2. Επιστολή ό.π.τ. : 'ς Αμερική σάλταναν γράμμα (Στην Αμερική έστελναν γράμμα) Μισθ., Σινασσ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Άφσε με καλό πουλί να γράψω στα φτερά σου
Nα γράψω τρία γράμματα και τρία μαύρα λόγια
Τό 'να να πάει 'ς τη μάνα μου, τ' άλλο στην αδελφή μου
(Άσε με καλό πουλί να γράψω στα φτερά σου
Nα γράψω τρία γράμματα και τρία μαύρα λόγια
Τό 'να να πάει στην μάνα μου, τ' άλλο στην αδελφή μου)
Σινασσ. -Παχτ.
Συνών. μεκτούπι :1, χαρτίο :2
β. Γενικότ., γραμμένο κείμενο Φάρασ. : Είσ̑ε α γράμμα σο μετώπιν ντου· «μένα σκότ’σε με ένα. 'γώ α σκοτώσω ενά» (Είχε ένα κείμενο γραμμένο στο μέτωπό του: «Εμένα κάποιος με σκότωσε, εγώ θα σκοτώσω κάποιον» ) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Παναάς τα γράμματα - Παναγιάς τα qράμματα (Τα γράμματα της Παναγίας ˙ Ο επιτάφιος θρήνος) Μισθ., Φλογ. -ΙΛΝΕ Παναγιάς τα γράμματα (Τα γράμματα της Παναγίας ˙ Οι χαιρετισμοί) Ανακ.
3. Κατά πληθ., η μόρφωση ό.π.τ. : Τὰ φσ̑άχα μας γράμματα δὲ μαθαίν᾽νε (Τα παιδιά μας δεν μαθαίνουνε γράμματα) Φλογ. -ΙΛΝΕ Σο μεμλεκέτι μας, του χωρού οι παπάδες πουά γράμματα τζ̑ο κατέχκανε (Στην πατρίδα μας οι παπάδες του χωριού δεν ήξεραν πολλά γράμματα) Σατ. -Παπαδ. Τ' αμάαρ ινdζ̑άν' τσ̑όδαν καβγαdζία γιαΐ ντέ ξεύρισκαν γράμμαδα (Οι δικοί μας άνθρωποι ήταν καβγατζήδες γιατί δεν ήξεραν γράμματα) Μισθ. -Κοτσαν. Tα γράμματα πολύ αγάπηνά τα, δε με στείλανε (Τα γράμματα τα αγαπούσα πολύ, δεν με στείλανε σχολείο) Ανακ. -Κωστ.Α. Δε ντ’ αγαπούσα τα γράμμαδα (Δεν τα αγαπούσα τα γράμματα) Μισθ. -VLACH || Παροιμ. Πιρμή βγκεις 'ς τον τσ̑έφο, 'ρεύ' να μάθεις μένα γράμματα (Πριν να βγεις από το αβγό σου, γυρεύεις να μάθεις σ' εμένα γράμματα˙ για αδαείς που διδάσκουν ειδικούς) -Λουκ.Λουκ. Πβ. γιαζί :2