γροθιά
(ουσ. θηλ.)
γροχιά
[ɣroˈça]
Αξ.
qροθιά
[qroθˈça]
Μαλακ., Φλογ.
qορχιά
[qorˈça]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. γροθιά < μεσν. γροθέα.
Γροθιά
ό.π.τ.
:
Δίνω σε ένα κροθιά και βγάλλω το ψ̑η σ'
(Σου δίνω μιά γροθιά και σου βγάζω την ψυχή)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γιουμπρούχι, γρόθος, μουσιά