ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γροθιά (ουσ. θηλ.) γροχιά [ɣroˈça] Αξ. qροθιά [qroθˈça] Μαλακ., Φλογ. qορχιά [qorˈça] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. γροθιά < μεσν. γροθέα.
Γροθιά ό.π.τ. : Δίνω σε ένα κροθιά και βγάλλω το ψ̑η σ' (Σου δίνω μιά γροθιά και σου βγάζω την ψυχή) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γιουμπρούχι, γρόθος, μουσιά