ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γροθιά (ουσ. θηλ.) γροχιά [ɣroˈça] Αξ. qροθιά [qroθˈça] Μαλακ., Φλογ. qορχιά [qorˈça] Φλογ. γορχιά [ɣorˈça] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. γροθιά < μεσν. γροθέα.
Γροθιά ό.π.τ. : Δίνω σε ένα κροθιά και βγάλλω το ψ̑η σ' (Σου δίνω μιά γροθιά και σου βγάζω την ψυχή) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φερέτ' ας το ζ̑υγιάσωμε με το γορχιά μ', το qορχιά μ' μισή οκά ΄ναι (Φέρτε να ζυγίζουμε με τη γροθιά μου, η γροθιά μου είναι μισή οκά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. γιουμπρούχι, γρόθος, μουσιά
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025