γρουσουζλού
(επίρρ.)
ογουλσουζλού
[oɣulsuzˈlu]
Φλογ.
Από το ουσ. γρουσούζης, όπου και τύπ. ογουρσούζ' (< τουρκ. uğursuz), αναλογ. προς το αντίθ. uğurlu = γουρλής, και με παραγωγ. επίθμ. -λής, όπου και τύπ. -λού. Πβ. και τουρκ. uğursuzluk = κακοτυχία, γρουσουζιά,
Γρουσούζικα, δυσοίωνα
:
Άλλο μέρα όχι, για να μην πάει ογουλσουζλού το δουλειά μας
(Άλλη μέρα όχι, για να μην πάει γρουσούζικα η δουλειά μας)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191