ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γρουσουζλού (επίρρ.) ογουλσουζλού [oɣulsuzˈlu] Φλογ. Από το ουσ. γρουσούζης, όπου και τύπ. ογουρσούζ' (< τουρκ. uğursuz), αναλογ. προς το αντίθ. uğurlu = γουρλής, και με παραγωγ. επίθμ. -λής, όπου και τύπ. -λού. Πβ. και τουρκ. uğursuzluk = κακοτυχία, γρουσουζιά,
Γρουσούζικα, δυσοίωνα : Άλλο μέρα όχι, για να μην πάει ογουλσουζλού το δουλειά μας (Άλλη μέρα όχι, για να μην πάει γρουσούζικα η δουλειά μας) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191