ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυζ (αριθμ.) γΰζ [ʝyz] Ουλαγ. Από το τουρκ. αριθμτ. yüz = εκατό.
Εκατό : Χ̇ερ ντο μέρα αλμέισ̑γκαν ντο, και παίρισ̑γκαν γΰζ ντιρέμ γάλα (Κάθε μέρα το άρμεγαν και παίρνανε εκατό δράμια γάλα) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. εκατό
Τροποποιήθηκε: 10/04/2025