γυζ
(αριθμ.)
γΰζ
[ʝyz]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. αριθμτ. yüz = εκατό.
Εκατό
:
Χ̇ερ ντο μέρα αλμέισ̑γκαν ντο, και παίρισ̑γκαν γΰζ ντιρέμ γάλα
(Κάθε μέρα το άρμεγαν και παίρνανε εκατό δράμια γάλα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
εκατό