γυναικόπουλο
(ουσ. ουδ.)
'ναικόπουλο
[neˈkopulo]
Τροχ.
'ναικόπουλου
[neˈkopulu]
Αξ.
'νικόπουλο
[niˈkopulo]
Αξ.
Από το ουσ. γυναίκα και το υποκορ. επίθμ. -ό-πουλο.
Θωπευτικά, η σύζυγος
Αξ.
:
Eγώ να κρέψω ένα καλό 'ναικόπουλο, ας έν' φουκαρές, και ένα μικρό σπίτ' στράτα πάνω
(Εγώ θα ζητήσω μιά καλή γυναικούλα, ας είναι και φτωχή, και ένα μικρό σπίτι πάνω στον δρόμο)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
γυναίκα :2, εξικλής, καλός