γυναικόπουλο
(ουσ. ουδ.)
'ναικόπουλο
[neˈkopulo]
Τροχ.
'ναικόπουλου
[neˈkopulu]
Αξ.
'νικόπουλο
[niˈkopulo]
Αξ.
Από το ουσ. γυναίκα και το υποκορ. επίθμ. -ό-πουλο.