ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυρεύω (ρ.) γυρεύω [ʝiˈrevo] Αφσάρ., Σίλατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. γυρεύγου [ʝiˈrevɣu] Σίλ. 'υρεύω [iˈrevo] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. ρυεύω [riˈevo] Φάρασ. 'υρεύου [iˈrevu] Σίλ. 'υρεύγου [iˈrevɣu] Σίλ. 'υρεύκω [iˈrefko] Φάρασ. γκυρεύω [ɟiˈrevo] Σινασσ. γκρεύω [ˈgrevo] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φερτάκ. κι̂ρεύω [kɯˈrevo] Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ. κρεύω [ˈkrevo] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. κρεύου [ˈkrevu] Δίλ., Μισθ. κρέω [ˈkreo] Ουλαγ. κρέου [ˈkreu] Μισθ. Παρατατ. έκρευα [eˈkreva] Αξ. ήκρευα [iˈkreva] Αξ. κρεύισκα [ˈkreviska] Ανακ., Μισθ., Φλογ. γκρεύισ̑κα [ˈgreviʃka] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. κρέισκα [ˈkreiska] Μισθ. κρέιξα [ˈkreiksa] Μισθ. 'υρεύκα [iˈrefka] Φάρασ. Αόρ. εγύρεψα [eˈʝirepsa] Σινασσ. γύρεψα [ˈʝirepsa] Δίλ. γύριψα [ˈʝiripsa] Μισθ., Σίλ. 'ύρεψα [ˈirepsa] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. 'ύριψα [ˈiripsa] Αφσάρ., Σίλ., Τσουχούρ. 'υρίψα [iˈripsa] Σίλ. γκύρεψα [ˈɟirepsa] Σινασσ. έκρεψα [ˈekrepsa] Αξ., Ουλαγ. έgρεψα [ˈegrepsa] Φερτάκ. ήνgρεψα [ˈiŋgrepsa] Αραβαν., Γούρδ. κι̂́ρεψα [ˈcɯrepsa] Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ. Προστ. κι̂́ρεψε [ˈcɯrepse] Ποτάμ. 'ύρεψε [ˈirepse] Ποτάμ. 'υρέψα [iˈrepsa] Τσουχούρ. 'ύρεπ [ˈirep] Τσουχούρ. γκρέψε [ˈgrepse] Γούρδ., Τσουχούρ. Από το μεταγν. ρ. γυρεύω = περιπλανιέμαι. Ο τύπ. γυρεύγω μεσν. Πβ. γρεύω
1. Ζητώ, αναζητώ, τριγυρνώ αναζητώντας ό.π.τ. : Τι γκυρεύ' εδώ ο άνθρωπος; (Τι γυρεύει o άνθρωπος εδώ;) Σινασσ. -Αρχέλ. Σ̑ειμός ταρός πώζ 'υρεύεις αδα̈́; (Χειμώνα καιρό τι γυρεύεις εδώ;) Αφσάρ. -Αναστασ. Τ̔ίνα κρεύεις; (Ποιον γυρεύεις;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σε κρεύω εσένα (Εσένα ζητώ) Μισθ. -ΙΛΝΕ Τι κρέεις; (Τι ζητάς;) Ουλαγ. -Κεσ. Κρέου ντου βαβά μ' (Γυρεύω τον πατέρα μου) Μισθ. -Κοτσαν. Εσείς τι κρεύισκετ' ικεί; (Εσείς τι γυρεύατε εκεί;) Φλογ. -ΙΛΝΕ Γκρεύισ̑κα να εύρω κϋτΰκια και πήγα μακριά τε 'ς Άι-Γιώργη (Ήθελα να βρω κούτσουρα και πήγα μακριά ως τον Άι-Γιώργη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ύστερα γύρεψέν το το παιδί τ' και πήεν σο μάγγανο και ψάχνισ̑κεν (Ύστερα γύρεψε το παιδί του και πήγε στο μάγκανο και έψαχνε) Δίλ. -ΙΛΝΕ 'ύρεψε το ζυμάρι με το ντάσ̑ντι (Γύρεψε το ζυμάρι και το ζυμωτήριο) Φάρασ. -Dawk. Ήρτι σου Παύλου Μελά πάλι, μι γύριψι (Ήρθε στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς" πάλι, με γύρεψε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. ’υρεύκα σε πάνου, ηύρα σε κάτου (Σε γύρευα πάνω, σε βρήκα κάτω˙ όταν συναντούμε ξαφνικά κάποιον που χρειαζόμαστε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Σου Χαλα̈πού τη στράτα, γαϊριδού 'χνάρε 'υρεύ'; (Στου Χαλεπιού τον δρόμο, γαϊδουριού χνάρια ζητάς;˙ Για δύσκολη αναζήτηση· ο δρόμος προς το Χαλέπι ήταν γεμάτος καραβάνια με καμήλες, τα δε χνάρια από γαϊδούρι ήταν δύσκολο να βρεθούν.) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ανοίγηκε μιά κάμαρη και κρύφθεν το κοράσι
φανήκεν και ο Τουρκόπαιδος και την κόρην γυρεύει
(Ανοίχτηκε ένα δωμάτιο και κρύφτηκε το κορίτσι
Φάνηκε και ο νεαρός Τούρκος και αναζητά την κοπέλα)
Σινασσ. -Παχτ.
Εδώ Πορφύρης ποιος είναι, Πορφύρης ποιος νά 'ναι;
Το ποιο Πορφύρη κρεύετε, το ποιο Πορφύρη ρωτάτε;
(Εδώ ποιος είναι ο Πορφύρης, ποιος νά 'ναι ο Πορφύρης;
Ποιον Πορφύρη γυρέυετε, για ποιον Πορφύρη ρωτάτε;)
Σίλατ. -Φαρασόπ.
Συνών. ανακλώθω :3, αραντίζω, ζητώ, ντιλεντίζω, ντιλεύω, παρακαλώ, παραμυρίζω :2, ταρκουρώ
β. Επιθυμώ (έντονα), νοσταλγώ ό.π.τ. : 'σ' τις ψυσ̑ές τουνε ζ μέρος αν άβου τίπως τζ̑ο 'υρεύουν (Εκτός από τις ψυχές τους τίποτε άλλο δεν επιθυμούν ) Φάρασ. -Αναστασ. Η καρδιά μου τζ̑ο 'υρεύει τα (Η καρδιά μου δεν τα θέλει ) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Ατα̈́ την γκόρη τζ̑ο 'υρεύω τα (Αυτή την κοπέλα δεν την αγαπώ ) Φάρασ. -Ανδρ. Κρεύω ντιλέκια (Αναζητώ την πραγματοποίηση των επιθυμιών μου ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αμάν γιάβρου μ', αν γκρεύειζ ναίκα, είν' σο χωριό μας ένα σϋρΰ φουκαρεριού κορίτσ̑α (Αμάν παιδί μου, αν γυρεύεις γυναίκα, υπάρχουν στο χωριό μας ένα σωρό φτωχών κορίτσια ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντε κρεύ' καργιά μ' να φάου (Δεν γυρεύει η καρδιά μου να φάω, δεν έχω όρεξη ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Φένgους κρεύισ̑κιν να κλώσ' μέρα (Το φεγγάρι ήθελε να κάνει τον κύκλο του την μέρα ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα φσ̑άχα ζούλευεν ντα, κι αν ερούτον ασ' τα χερια τ', ήκρευεν να τα σφάξ̑' (Τα παιδιά τα ζήλευε, κι αν περνούσε απ' το χέρι της, ήθελε να τα σφάξει ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Το τζ̑ο 'υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ' τι: «Έφκωσα 'λεύρι πάνου» (Όποιος δεν θέλει να δώσει το σκοινί του λέει: Άπλωσα αλεύρι πάνω ˙ για ψεύτικες προφάσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' αλήρεια κανείζ ντε το γκρεύ' (Την αλήθεια κανείς δεν την θέλει ˙ η αλήθεια συχνά δεν είναι βολική) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το καμήλι να 'υρεύει καμbάλες, 'ς μακρύνει το φσόντυόν του (Η καμήλα αν θέλει γαϊδουράγκαθα, να μακρύνει το λαιμό της ˙ Όταν θέλεις κάτι, θα πρέπει να δράσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Αν έχεις καλά φσ̑άχα το ζενgιν-νίκ' τ͑ι το κρεύεις; Κι αν ντεν έχεις, παλ' τ͑ι το κρεύεις; (Αν έχεις καλά παιδιά τον πλούτο τι τον θέλεις; Κι αν δεν έχεις, πάλι τι τον θέλεις; ˙ το να έχεις (καλά) παιδιά είναι σημαντικιότερο από όλα τα πλούτη του κόσμου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γκρεύω να υπάγω σο τζ̑εν-νέσ̑' άμ-μα τα κρίματα μ' ντέ με βαήκνουν (Θέλω να πάω στον Παράδεισο αλλά οι αμαρτίες μου δεν με αφήνουν ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ο κρότσ̑ονος τον γκρότσ̑ονο τζ̑ο 'υρεύει τα (Ο κουτός τον κουτό δεν τον θέλει ˙ όταν δύο κουτοί μαλώνουν.) -Λουκ.Λουκ.
2. Ζητώ (να πάρω), απαιτώ, θέλω ό.π.τ. : Πώζ 'υρεύεις, το πουλί μου, να σε δώκου; (Τι θέλεις, πουλί μου, να σε δώσω;) Αφσάρ. -Αναστασ. Ο βασιλός 'υρεύει το υγιό μας να 'γοράσει (Ο βασιλιάς θέλει να αγοράσει τον γιό μας) Φάρασ. -Dawk. Ιτό ντου κορίτσ' κρέισκι να σκοτώσ' ντου γκόσμου (Αυτό το κορίτσι ήθελε να σκοτώσει τον κόσμο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κρεύουνε να σηκωθεί, τσ̑ο σηκώθη (Του ζητάνε να ξυπνήσει, δεν ξύπνησε) Φάρασ. -Dawk. Ό,τι κρέεις π'κέ (Ό, τι θέλεις κάνε) Ουλαγ. -Κεσ. 'υρεψε απ’ εμένα τι κι̂ρεύεις (Ζήτα από εμένα τι θέλεις) Ποτάμ. -Dawk. Το έκρεψεν, γένεν (Αυτό που ζήτησε, έγινε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τσ̑ι γκρεύεις απ' εμένα; (Τι θέλεις από μένα;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ό,τι κρεύ' ας γραψ' (Ό,τι θέλει ας γράψει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κρεύου σ̑έβας (Απαιτώ σεβασμό) Μισθ. -Κοτσαν. Oγώ κρέου τάσ', λέ' εκείνου 'α μι φέρ' καπέλα (Εθώ θέλω κύπελο, εκείνος λέει να μου φέρει καπέλο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. H Πενdάμορφη γκύρεψε τρία μέρες άδεια (Η Πεντάμορφη ζήτησε διορία τριών ημερών) Σινασσ. -Αρχέλ. Ας πάμ' τσ̑αώς κόσμοζιου νάκρα, αζ ηύρουμ' το Χεγό κι ας κρέψουμ' νασίπ' (Ας πάμε ως την άκρη του κόσμου, ας βρούμε τον Θεό κι ας του ζητήσουμε τύχη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'ύριψιν το μύου (Ζήτησε (να του δώσει) τον μύλο) Αφσάρ. -Dawk. 'ύρεψ' έξε σ̑ίλε λίρες (Ζήτησε (ως αντάλλαγμα) 6.000 λίρες) Φάρασ. -Dawk. Έτο το κορίτσ̑' ένα φοράς ασ' σον μπαπά τ' κι̂́ρεψεν ένα φιστάν' (Αυτό το κορίτσι μιά φορά ζήτησε από τον πατέρα της ένα φουστάνι) Σίλατ. -Dawk. Ασ' ετό το παραμύθι μαθαίνομ' να μη γκυρεύομε τα πολλά, γιατί όποιος ζητά τα πολλά χάνει και τα λίγα (Απ' αυτό το παραμύθι μαθαίνουμε να μη γυρεύουμε τα πολλά, επειδή όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα) Σινασσ. -Αρχέλ. «Γκρεύω ένα σουφρά»· εκείνο έdωκέν ντο («Θέλω μιά πετσέτα»· εκείνη του την έδωσε) Γούρδ. -Dawk. Eσ̑ύ να κι̂ρέψ̑εις όπου είναι 'σ' ση θύρα οπίσω (Εσύ να ζητήσεις αυτό που είναι πίσω από την πόρτα) Ποτάμ. -Dawk. Eίχις ντου βαβά σ'! Τι κρέιξις; (Είχες τον πατέρας σου! Τι (άλλο) ήθελες;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Οπ' του Σεγό ’ύριψαμ’ τα, οπ’ τουν ουρανό κατέβ’κι (Από τον Θεό το ζητήσαμε, από τον ουρανό κατέβηκε˙ για απρόσμενο καλό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το γκετσ̑ί όνdενε γκρεύ' να φάγ̑' ξ̑ύλο, σüρτüνdΰσ̑' τσ̑οπανιού το ξ̑ύλο (Η κατσίκα όταν θέλει να φάει ξύλο, τρίβεται στην γκλίτσα του τσοπάνου˙ για όσους πάνε γυρεύοντας να βρουν τον μπελά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ηύρες ξερό ψωμί, γκρεύεις το και σ̑υλωμένο (Βρήκες ξερό ψωμί, το θέλεις και βρεγμένο˙ γι' αυτούς που δείχνουν αλαζονεία) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το τζ̑ο 'υρεύει να φκακώσει, ζυμώνει δέκα ημέρες (Όποιος δεν θέλει να πλάσει, ζυμώνει δέκα μέρες˙ για όποιον δεν επιθυμεί να κάνει κάτι και κωλυσιεργεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το φίδ' το τζ̑ο 'υρεύει το χορτάρι, φυτρώνει στο τρυπίν ντου (Το φίδι που δεν θέλει το χορτάρι, θα φυτρώσει στην τρύπα του˙ όταν είσαι άτυχος εκείνο που δεν θέλεις παρουσιάζεται μπροστά σου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Ασ' Χεού τα χαζνέ αζ γκρέψουμ'· Χεός χεμ ανεβάσ̑' χεμ κατεβάσ̑' (Απ' του Θεού το ταμείο να ζητήσουμε· ο Θεός και ανεβάζει και κατεβάζει˙ πρέπει να ελπίζουμε στον Θεό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το τ͑υφλό ένα ματ' έκρευεν γκαι Χεός ντώκεν ντο ντυό (Ο τυφλός ένα μάτι ζητούσε και ο Θεός του έδωσε δύο˙ για περιπτώσεις αναπάντεχης ευτυχίας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ο Μάρτης 'ύρεψεν α ημέρα 'σ' τον Απρίλ' δανεικό, να μπάσει τη γρα̈ σο χαρι-ένι (Ο Μάρτης γύρεψε μιά μέρα από τον Απρίλη δανεικιά, για να βάλει την γριά στο καζάνι˙ όταν ο κακός καιρός του Μάρτη συνεχίζεται και τον Απρίλη, με αναφορά σε λαϊκή παράδοση σύμφωνα με την οποία μιά γριά πρόσβαλε τον Μάρτη που τελείωνε, και εκείνος για τιμωρία έκανε στο τέλος τόσο κρύο που την ανάγκασε να χωθεί στο καζάνι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Ζητώ σε γάμο ό.π.τ. : Έριται να κρέψ' το κορίτσ' σο παιδί τ' (Έρχεται να ζητήσει το κορίτσι για τον γιο του ) Φλογ. -ΙΛΝΕ Ο Σάβας 'ύριψινι αν γκορίτζι (Ο Σάβας ήθελε να πάρει για γυναίκα του μία κοπέλα ) Τσουχούρ. -Dawk. Τ' κορίτσ' να τα 'υρέψουμι παιρί μας (Το κορίτσι να το ζητήσουμε για γυναίκα του γιού μας ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Επιάγαν ατούτα να ’υρέψουν το κορτσόκκου (Πήγαν αυτοί να ζητήσουν σε γάμο το κορίτσι ) Τσουχούρ. -VLACH Ήρταν Τσελτεκιώτ' να μι κρέψ'νι γκιαλίνκιζα αλλά μάνα μ' κατακώλτσιν ντα (Ήρθαν Τσελτεκιώτες να με γυρέψουν νύφη αλλά η μάνα μου τους έδιωξε ) Μισθ. -Κοιμίσ. || Ασμ. Μάνα με τέσσερα παιδιά και μία θυγατέρα
την κόρην την εγύρεψαν κάτω μακρά στα ξένα
(Μάνα με τέσσερις γιους και μία θυγατέρα
την κόρη της την ζήτησαν για γάμο κάτω μακριά στα ξένα)
Σινασσ. -ΙΛΝΕ
γ. Ζητιανεύω Σίλ.
3. Έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι κάτι Αραβαν., Μισθ., Φάρασ. : Ιτούρα κρεύ'νι τσι λίου ντήσιμου (Αυτά χρειάζονται και λίγο δέσιμο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα (Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτιά σχοινί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Παροιμ. Ο δικεόρος δικεόρεψη τζ̑o 'υρεύει τα (Ο δικηγόρος δικηγόρευση δεν θέλει˙ όταν ένας ξέρει καλά την δουλειά του, δεν χρειάζεται ο άλλος να τον συμβουλεύσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αμπουκάτσ̑ης έμνι-έσ̑' ντε γκρεύ' (Ο δικηγόρος εμπιστοσύνη δεν θέλει˙ πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με το ποιον εμπιστευόμαστε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. χρειάζομαι
4. Απροσ., πρέπει Φάρασ. : 'υρεύ' να έσ̑ει (Πρέπει να έχει) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. πρέπω :2
5. Κάνω κάποιον γύρους, γυρίζω Ποτάμ. : Τα γύριψαμ’ τρεις φορές γύρω στην εκκλησία (Τα κάναμε τρεις γύρους γύρω από την εκκλησία) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326