ζητώ
(ρ.)
ζητώ
[ziˈto]
Σινασσ., Φάρασ.
ζητάγω
[ziˈtaɣo]
Φάρασ.
Αόρ.
ζήτ'σα
[ˈzitsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ζητῶ.
1. Γυρεύω
:
Όποιος ζητά τα πολλά χάνει και τα λίγα
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πήγεν τζ̑αι τζ̑είνη να ζηdήσει ψωμί, να ζουλέψει το μαχσούμι
(Πήγε κι εκείνη να βρει ψωμί, για να ταΐσει το παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γυρεύω :1, ντιλεντίζω, ντιλεύω, παρακαλώ, ταρκουρώ
2. Ζητιανεύω
Φάρασ.
:
'α ζητάς 'ς χώρας τα σπίτα̈
(Θα ζητιανεύεις στα ξένα σπίτια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γυρεύω, ντιλεντσεύω