ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζητώ (ρ.) ζητώ [ziˈto] Σινασσ., Φάρασ. ζητάγω [ziˈtaɣo] Φάρασ. Αόρ. ζήτ'σα [ˈzitsa] Φάρασ. Από το αρχ. ζητῶ.
1. Γυρεύω : Όποιος ζητά τα πολλά χάνει και τα λίγα Σινασσ. -Αρχέλ. Πήγεν τζ̑αι τζ̑είνη να ζηdήσει ψωμί, να ζουλέψει το μαχσούμι (Πήγε κι εκείνη να βρει ψωμί, για να ταΐσει το παιδί) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γυρεύω :1, ντιλεντίζω, ντιλεύω, παρακαλώ, ταρκουρώ
2. Ζητιανεύω Φάρασ. : 'α ζητάς 'ς χώρας τα σπίτα̈ (Θα ζητιανεύεις στα ξένα σπίτια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γυρεύω, ντιλεντσεύω