ζιανκιάρ
(επίθ.)
ζι-ανκ̇έρ
[zianˈker]
Φάρασ.
ζιαντσ̑άρ
[zʝanˈtʃar]
Μισθ.
ζιενκ͑έρ
[zʝenˈkʰer]
Τροχ.
Θηλ.
ζι-ανκ̇έρ’τ͑σα
[zianˈkertʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
ζι-ανκ̇έρι
[zianˈkeri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. ziyankâr = αυτός που προκαλεί ζημιά.
Βλάβερος, άτακτος
:
Ντε τσ̑είδι ζιαντσ̑άρ
(Είναι αβλαβής)
-Κοτσαν.
Ετό ποίκεν πολλά ζι-ένια, ζιενκ͑έρ
(Αυτός έκανε πολλές ζημιές, (ήταν) άτακτος)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αζγούνης, αρσίζης :2, άτσαλος, εντεψίζης