ζιγαρτίζω
(ρ.)
ζιγαρτίζου
[ziɣarˈtizu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. zığarmak = γκρινιάζω στο παιχνίδι (THADS, λ. zığarmak), και όχι από το τουρκ. ρ. zırlamak, όπως υποστηρίζει η Önder (2022: 55).
Θορυβώ, γκρινιάζω.