ζηλιάρης
(επίθ.)
ζουλιάρης
[zuˈʎaris]
Γούρδ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. ζηλιάρης. Ο τύπ. ζουλιάρης νεότ. με τροπή [i > u] από επίδρ. του [l].
Ζηλιάρης
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Τον καλομαθημένο ζουλιάρη μη τον λες
(Τον καλομαθημένο μην τον λες ζηλιάρη˙ Αυτός που περνάει καλά δεν έχει ανάγκη να ζηλέψει τους άλλους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
παχιλιάρης