ζεύγος
(ουσ. ουδ.)
ζεύγκος
[ˈzevgos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ζεῦγος = α) ζευγάρι ζώων β) ζυγός γ) ζευγάρι ομοειδών πραγμάτων.
1. Ζυγός
:
|| Παροιμ.
Ο φσόdυος σου 'κόμη σο ζυν τζ̑o 'μbει· να μπεις σο ζεύγκον 'μπουκάτου, 'α ιδείς 'ζ γούβας σου το φοσ-σί
(Ο σβέρκος σου ακόμα δεν μπήκε στον ζυγό· να μπεις κάτω απ' τον ζυγό και θα δεις του τραχηλού σου την λακκούβα˙ Το έλεγαν για τους ανύπαντρους που ακόμα δεν είχαν γνωρίσει τα βάσανα της οικογένειας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ζυγός
:
|| Παροιμ.
Ο φσόνdυος σου 'κόμη σο ζυν τζ̑o 'μbεί· να μπεις σο ζεύγκον 'μπουκάτου, 'α ιδείς 'ζ γούβας σου το φοσ-σί
(Ο σβέρκος σου ακόμα δεν μπήκε στον ζυγό· να μπεις κάτω απ' τον ζυγό και θα δεις του τραχηλού σου την λακκούβα˙ το έλεγαν για τους ανύπαντρους που ακόμα δεν είχαν γνωρίσει τα βάσανα της οικογένειας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.