ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεύγος (ουσ. ουδ.) ζεύγκος [ˈzevgos] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. ζεῦγος = α) ζευγάρι ζώων β) ζυγός γ) ζευγάρι ομοειδών πραγμάτων.
1. Ζυγός : || Παροιμ. Ο φσόdυος σου 'κόμη σο ζυν τζ̑o 'μbει· να μπεις σο ζεύγκον 'μπουκάτου, 'α ιδείς 'ζ γούβας σου το φοσ-σί (Ο σβέρκος σου ακόμα δεν μπήκε στον ζυγό· να μπεις κάτω απ' τον ζυγό και θα δεις του τραχηλού σου την λακκούβα˙ Το έλεγαν για τους ανύπαντρους που ακόμα δεν είχαν γνωρίσει τα βάσανα της οικογένειας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ζυγός : || Παροιμ. Ο φσόνdυος σου 'κόμη σο ζυν τζ̑o 'μbεί· να μπεις σο ζεύγκον 'μπουκάτου, 'α ιδείς 'ζ γούβας σου το φοσ-σί (Ο σβέρκος σου ακόμα δεν μπήκε στον ζυγό· να μπεις κάτω απ' τον ζυγό και θα δεις του τραχηλού σου την λακκούβα˙ το έλεγαν για τους ανύπαντρους που ακόμα δεν είχαν γνωρίσει τα βάσανα της οικογένειας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.