ζεύγω
(ρ.)
ζεύγνω
[ˈzevɣno]
Αραβαν.
ζέγνω
[ˈzeɣno]
Ανακ.
ζέγου
[ˈzeˈɣu]
Μισθ.
ζέζω
[ˈzezo]
Τσουχούρ.
σβέζω
[ˈzvezo]
Αραβαν.
ζ̑βέγνω
[ˈʒveɣno]
Αξ.
βζέγω
[ˈvzeɣo]
Φλογ.
Παρατατ.
ζέγιξα
[ˈzeʝiksa]
Μισθ.
ζ̑βένισ̑κα
[ˈʒveniʃka]
Αξ.
βζέγισ̑κα
[ˈvzeʝiʃka]
Φλογ.
Αόρ.
έζεξα
[ˈezeksa]
Ανακ.
έζιξα
[ˈeziksa]
Μισθ.
έζβεξα
[ˈezveksa]
Αραβαν., Σίλατ., Τροχ.
εύζιξα
[ˈevziksa]
Αφσάρ., Σίλατ.
Υποτ.
ζέξου
[ˈzeksu]
Μισθ.
Προστ.
ζ̑βέξε
[ˈʒvekse]
Αξ.
βζ̑έξε
[ˈvʒekse]
Αξ.
ζεπ'
[zep]
Αξ., Φάρασ.
Μτχ.
ζεμένος
[zeˈmenos]
Φλογ.
Από το μεσν. ζεύγνω με μεταπλ. με βάση το θ. αορ. ζευξ- (και το ζεύγνω έχει προκύψει από το αρχ. ζευγνύω με μεταπλ.). Το ζβέγνω από το ζεύγνω με μετάθ. του [v]. Το βζέγω από το ζεύγω με μετάθ. του [v]. Το ζβέζω από το ζβέγνω με μεταπλ. με βάση το θ. αορ. ζβεξ-. Το ζέγου από το βζέγω με απλοποίηση του συμφωνικού σύμπλ. στην αρχή της λέξης. Το ζέζω από το ζβέζω με με απλοποίηση του συμφωνικού σύμπλ. στην αρχή της λέξης.
1. Ζεύω, προσαρμόζω σε ένα ζώο τα κατάλληλα εξαρτήματα, για να μπορέσει να σύρει αλέτρι ή άμαξα
:
Ζέγιξαμ' ντα βόγια σου αραμπά
(Ζεύαμε τα βόδια στον αραμπά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εγώ 'τον κειότομαι τρία χρονού ταυρί, πιάνισ̑καν με ασ' τ' ωdί μ' και βζέγισ̑καν με στο ζ̑υ
(Εγώ, όταν ήμουν τριών ετών μοσχάρι, με πάιρναν από το αφτί και με έζευαν στον ζυγό)
Φλογ.
-Dawk.
Ντευτέρα να ζέξουμ' σα στάυα
(Την Δευτέρα θα ζέψουμε τ' αμάξια για την μεταφορά των σταχυών)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα βόγια ζβέξε τα
(Τα βόδια ζέψε τα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έβζιξιν το αρκούδι· έβζιξιν τζ̑αι το λύκο σο ζευgάρι
(Έζεψε την αρκούδα· έζεψε και τον λύκο στο άροτρο)
Αφσάρ.
-Dawk.
'Σο μαύρον του βοϊδού τον τόπαν πάλι ζεπ' το γαϊρίδι
(Ζἐψε γαϊδούρι αντί για το μαύρο βόδι)
-Αναστασ.
Συνών.
γοστιέω
2. (Μτφ.) η μτχ. ζεμένος στα Φλογητά με την σημ. ‘σφιχτοδεμένος, καλά δεμένος μέ κάτι άλλο’
Φλογ.
:
Μερικοί με έλεγαν: «Κυρά μ', γιατί έχεις τα παιδιά δεμένα έτσι;». Κι εγώ τα ήλεγα «Γιατί τα έχω ζεμένα; Εσείτ' έχετε τα λίρε σας στα μέσα σας ζεμένα, κι εγώ έχω τα παιδιά μ' ζεμένα στα μέσα μου'»
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β