ζεύγλης
(ουσ. αρσ.)
ζεύγλης
[ˈzevɣlis]
Γούρδ.
Από το αρχ. ουσ. ζεύγλη.
Το μέρος του ζυγού που ακουμπά στον τράχηλο των ζεμένων ζώων
:
Το ζεύγλη ζολμόν'σα το στο χωράφ'
(Ξέχασα την ζεύγλη στο χωράφι)
Γούρδ.
-Καράμπ.