ζευγαράς
(ουσ. αρσ.)
ζευγαράς
[zevɣaˈras]
Μισθ., Φάρασ.
Από το ουσ. ζευγάρι και το παραγωγ. επιθμ. -άς.
Ζευγάς
ό.π.τ.
:
Λέτι κι τσ̑αι ο γέρος ο ζευγαράς: -Γιε μου μο τ’ ε βόιδι τζ̑ο ζευγαρίζεται.
(Του λέει και ο γέρος ο ζευγάς: Γιέ μου, με το ένα (μονο) βόδι δεν οργώνεται, δεν γίνεται να οργώσεις)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ζευγαράτης, τσιφτσής, χωραφάτης