ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζέρζεμε (ουσ. ουδ.) ζέρζεμε [ˈzerzeme] Αραβαν. ζέρζεμι [ˈzerzemi] Φερτάκ. ζερζέμι [zerˈzemi] Φερτάκ. ζαρζάμι [zarˈzami] Φερτάκ. ζίρζιμι [ˈzirzimi] Σίλ. Πληθ. ζερζεμέρια [zerzeʹmerʝa] Αραβαν. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zerzeme/zelzeme = υπόγειο, απώτερα από την περσ. φρ. ziri zemin = υπό την γην. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 199).
Υπόγεια αποθήκη τροφίμων ό.π.τ. : Μετά τον τρύγο, σο ζάρζαμι, απλώναμε άσπρα σταφύλια, σαρκιλίκ (Μετά τον τρύγο, στο υπόγειο απλώναμε άσπρα σταφύλια, απλωμένα) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Του σκούνdου σέκνουμ’ του στ’ ζίρζιμι (To σκύλο τον βάζουμε στο υπόγειο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κελλάρι, κοφτός