ζέρζεμε
(ουσ. ουδ.)
ζέρζεμε
[ˈzerzeme]
Αραβαν.
ζέρζεμι
[ˈzerzemi]
Φερτάκ.
ζερζέμι
[zerˈzemi]
Φερτάκ.
ζαρζάμι
[zarˈzami]
Φερτάκ.
ζίρζιμι
[ˈzirzimi]
Σίλ.
Πληθ.
ζερζεμέρια
[zerzeʹmerʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zerzeme/zelzeme = υπόγειο, απώτερα από την περσ. φρ. ziri zemin = υπό την γην. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 199).