ζερζελέ
(ουσ. ουδ.)
ζερζελέ
[zerzeˈle]
Ανακ., Μισθ., Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. zelzele = σεισμός. Πβ. το κοινό ν.ε. τζερτζελές.
Σεισμός
ό.π.τ.
:
Ζερζελέ γίνην απόψε
(Σεισμός έγινε απόψε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Χτες ’ένηκι νιούγου ζερζελέ
(Χτές έκανε ένα μικρό σεισμό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6