ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεστός (επίθ.) ζεστός [zeˈstos] Ανακ. ζεστό [zeˈsto] Γούρδ., Ουλαγ., Φάρασ. δεστό [ðeˈsto] Φλογ. ρεστό [reˈsto] Σίλ. ριστό [riˈsto] Σίλ. λιστός [liˈsto] Σίλ. Μεταγν. επίθ. ζεστός = καυτός. Η σημ. ‘θερμός’ νεότ.
Zεστός, θερμός ό.π.τ. : Ριστό τσ̑ορμπά (Zεστή σούπα) Σίλ. -Κωστ.Σ.