ζεστός
(επίθ.)
ζεστός
[zeˈstos]
Ανακ.
ζεστό
[zeˈsto]
Γούρδ., Ουλαγ., Φάρασ.
δεστό
[ðeˈsto]
Φλογ.
ρεστό
[reˈsto]
Σίλ.
ριστό
[riˈsto]
Σίλ.
λιστός
[liˈsto]
Σίλ.
Μεταγν. επίθ. ζεστός = καυτός. Η σημ. ‘θερμός’ νεότ.
Zεστός, θερμός
ό.π.τ.
:
Ριστό τσ̑ορμπά
(Zεστή σούπα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.