χλιός
(επίθ.)
χιλιός
[çi'ʎos]
Ανακ., Σίλ.
χ̇ιλιό
[xɯ'ʎo]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
χουλιός
[xu'ʎos]
Μισθ.
χουλός
[xu'los]
Σινασσ.
Πληθ.
χλία
['lxlia]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. χλίος. Η λ. Απουλ. Πόντ.
1. Χλιαρός
ό.π.τ.
:
Ακόμα χ̇ιλιό 'ναι, δεν έζεσεν
(Ακόμα χλιαρό είναι, δεν ζεστάθηκε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Θερμός
Μισθ.
:
Ντου καλοτσαίρ' φύσανιν χουλιού κιργιός
(Το καλοκαίρι φυσούσε θερμός άνεμος
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Χλωμός
Σινασσ.
3. Ως ουσ., στον πληθ., ζέστη
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Πράσινα φοραίνουν τζιπ τα ρουσία
γλυτζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία (Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες)
γλυτζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία (Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες)