χλιός
(επίθ.)
χιλιός
[çi'ʎos]
Ανακ., Σίλ.
χ̇ιλιό
[xɯ'ʎo]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
χουλιός
[xu'ʎos]
Μισθ.
χουλός
[xu'los]
Σινασσ.
Πληθ.
χλία
['lxlia]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. χλίος. Η λ. Απουλ. Πόντ.
β.
Θερμός
Μισθ.
:
Ντου καλοτσαίρ' φύσανιν χουλιού κιργιός
(Το καλοκαίρι φυσούσε θερμός άνεμος
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Χλωμός
Σινασσ.
3. Ως ουσ., στον πληθ., ζέστη
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Πράσινα φοραίνουν τζιπ τα ρουσία
γλυτζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία (Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες) Αντίθ κρύος, Συνών. ζεστάδα, ζέστη :1
γλυτζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία (Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες) Αντίθ κρύος, Συνών. ζεστάδα, ζέστη :1
Τροποποιήθηκε: 31/08/2025