χλιός
(επίθ.)
χιλιός
[çi'ʎos]
Ανακ., Σίλ.
χ̇ιλιό
[xɯ'ʎo]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
χουλιός
[xu'ʎos]
Μισθ.
χουλός
[xu'los]
Σινασσ.
Πληθ.
χλία
['lxlia]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. χλίος. Η λ. Απουλ. Πόντ.
β.
Θερμός
Μισθ.
:
Ντου καλοτσαίρ' φύσανιν χουλιού κιργιός
(Το καλοκαίρι φυσούσε θερμός άνεμος
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Χλωμός
Σινασσ.
3. Ως ουσ., στον πληθ., ζέστη
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Πράσινα φοραίνουν τζιπ τα ρουσία
γλυτζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία (Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες) Αντίθ κρύος, Συνών. ζεστάδα, ζέστη
γλυτζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία (Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες) Αντίθ κρύος, Συνών. ζεστάδα, ζέστη
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025