χλωρούτσικος
(επίθ.)
χωρούσκο
[xoˈrusko]
Φάρασ.
Από το επίθ. χλωρός, όπου και τύπ. χουωρός, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Αυτός που είναι κάπως υγρός
Φάρασ.