χλιάζω
(ρ.)
χιλιάζω
[çi'ʎazo]
Μαλακ.
χ̇ιλιάζω
[xɯˈʎazo]
Φλογ.
χουλιάζου
[xuˈʎazu]
Μισθ.
Αόρ.
χίλιασα
[ˈçiʎasa]
Μαλακ.
Aπό το μεταγν. ρ. χλιάζω.
Θερμαίνω ελαφρά
ό.π.τ.
:
Να χ̇ιλιάσου λίγου λερό να πλύνου του φσ̑άχ'
(Να ζεστάνω λίγο νερό να πλύνω το μωρό)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
χλιαίνω