ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χλιάζω (ρ.) χιλιάζω [çi'ʎazo] Μαλακ. χ̇ιλιάζω [xɯˈʎazo] Φλογ. χουλιάζου [xuˈʎazu] Μισθ. Αόρ. χίλιασα [ˈçiʎasa] Μαλακ. Aπό το μεταγν. ρ. χλιάζω.
Θερμαίνω ελαφρά ό.π.τ. : Να χ̇ιλιάσου λίγου λερό να πλύνου του φσ̑άχ' (Να ζεστάνω λίγο νερό να πλύνω το μωρό) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. χλιαίνω