χλώρα
(ουσ. θηλ.)
χλώρα
[ˈxlora]
Σινασσ., Τροχ.
Από το επίθ. χλωρός υποχωρητ., πβ. πικρός > πίκρα.
Ίκτερος
Συνών.
σαριλίκι