χλιαρεύω
(ρ.)
χλιαρεύω
[xliaˈrevo]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. χλιαρεύομαι, πβ. Θεοδ. Στουδ. Μεγ. Κατήχ. 80 «μὴ ῥᾳθυμεῖτε, μὴ νυστάζετε, μὴ χλιαρεύεσθε».
Κάνω κάτι χλιαρό
Γούρδ.