χλιαρός
(επίθ.)
χιλιαρό
[çiʎaˈro]
Ανακ.
χ̇ιλιαρό
[xɯʎaˈro]
Αραβαν.
Αρχ. επίθ. χλιαρός.
Χλιαρός, ελαφρώς θερμός
ό.π.τ.