χο
(επιφ.)
χο
[xo]
Αξ.
Ηχομιμητ. λ., πβ. και τουρκ. διαλεκτ. επιφων. ho για το κάλεσμα βοοειδών.
Επιφώνημα παρακίνησης για ζώα
Αξ.