ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοιρίδι (ουσ. ουδ.) σ̑οιρίδι [ʃiˈriði] Φάρασ., Φκόσ. Γεν. Εν. σ̑οιριδού [ʃiriˈðu] Φάρασ. Πληθ. χοιρίδε [çiˈriðe] Φάρασ. Αρχ. ουσ. χοιρίδιον.
1. Γουρούνι, γουρουνάκι ό.π.τ. : -Πα ποίκουμε; -Να φσάξουμε τα σ̑οιρίδε γουρπάνι (- Ti θα κάνουμε;-Θα σφάξουμε τα γουρούνια θυσία) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. To σ̑οιρίδι, τζας δεβαίνκε 'σ' τον άσ̑λανο μπρο, 'υρίστη τον κών' του (Το γουρούνι, καθώς περνούσε μπροστά από το λιοντάρι, του γύρισε τον κώλο του) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Ο ασλάνος χολιέστι μο του σ̑οιριδού το κατσ̑ί (Το λιοντάρι θύμωσε με τον λόγο του γουρουνιού· ) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Ένι πασ̑ύ ανdί σ̑οιρίδι (Είναι παχύς σα γουρούνι) Φάρασ. -Αναστασ.Ιδ. Κετέδα μο του σ̑οιριδού το άλειμμα (Πίτες με χοιρινό λίπος) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Τό λιπαρόν ντo σ̑οιρίδι σουρτεύεται σό λιπαρόν ντo πιτένι (Το παχύ το γουρούνι τρίβεται πάνω στο παχύ το πεύκο˙ Οι πλούσιοι συγχρωτίζονται μεταξύ τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γουρούνι
2. Αγριόχοιρος Φκόσ.