χοιρίδι
(ουσ. ουδ.)
σ̑οιρίδι
[ʃiˈriði]
Φάρασ., Φκόσ.
Γεν. Εν.
σ̑οιριδού
[ʃiriˈðu]
Φάρασ.
Πληθ.
χοιρίδε
[çiˈriðe]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. χοιρίδιον.
1. Γουρούνι, γουρουνάκι
ό.π.τ.
:
-Πα ποίκουμε; -Να φσάξουμε τα σ̑οιρίδε γουρπάνι
(- Ti θα κάνουμε;-Θα σφάξουμε τα γουρούνια θυσία)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
To σ̑οιρίδι, τζας δεβαίνκε 'σ' τον άσ̑λανο μπρο, 'υρίστη τον κών' του
(Το γουρούνι, καθώς περνούσε μπροστά από το λιοντάρι, του γύρισε τον κώλο του)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Ο ασλάνος χολιέστι μο του σ̑οιριδού το κατσ̑ί
(Το λιοντάρι θύμωσε με τον λόγο του γουρουνιού· )
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Ένι πασ̑ύ ανdί σ̑οιρίδι
(Είναι παχύς σα γουρούνι)
Φάρασ.
-Αναστασ.Ιδ.
Κετέδα μο του σ̑οιριδού το άλειμμα
(Πίτες με χοιρινό λίπος)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Τό λιπαρόν ντo σ̑οιρίδι σουρτεύεται σό λιπαρόν ντo πιτένι
(Το παχύ το γουρούνι τρίβεται πάνω στο παχύ το πεύκο˙ Οι πλούσιοι συγχρωτίζονται μεταξύ τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γουρούνι
2. Αγριόχοιρος
Φκόσ.