ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χολή (ουσ. θηλ.) χολή [xοˈli] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. χουλή [xu'li] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. χολή.
1. Χολή Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φάρασ.
2. Θυμός ό.π.τ. : Πιάνει τον χολή (Τον κυριεύει ο θυμός) Σίλ. -Dawk. 'εναίκα του κι πόταν γιουκούγει τούτα, οπ' τσ̑η χολήν τζ̑ης πέσανι (Και όταν η γυναίκα του ακούει για αυτό, πέθανε από τον θυμό της) Σίλ. -Dawk. Ετό το κορίτσ̑' ασ' σο χολή τ' πήγε να κόψ̑' ορμανιού τα δενdρά (Αυτό το κορίτσι από το θυμό του πήγε να κόψει τα δέντρα του δάσους) Σίλατ. -Dawk. Υστερα του βασιλέγα μπιάσιν ντου χουλή (Ύστερα τον βασιλιά τον έπιασε θυμός) Μαλακ. -Dawk. Σ̑ύφτασε σο σπίτσ̑ι τ' μ' ένα χολή! (Έφτασε στο σπίτι της με έναν θυμό!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ς χολή μ' απάνω ήρτες (Στον θυμό μου πάνω ήρθες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Είπα ντα, κατέβη χολή μ' (Τα είπα, ξεθύμανε ο θυμός μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Παίρω τη χολή μου (Παίρνω τη χολή μου˙ εκδικούμαι) Φάρασ., Τσουχούρ. -Ανδρ. Παίρω τ' χολή μ' (Παίρνω (μακριά) την χολή μου˙ ξεθυμαίνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έχ' χολή (Έχει χολή˙ έχει θυμό) Γούρδ. -Καράμπ. Τ' χολή μ' κατέβεν (Κατέβηκε η χολή μου˙ ξεθύμωσα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πιάσι μι χολή (Με έπιασε η χολή˙ θύμωσα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. θυμός, οργή
3. Μεγάλη πίκρα Μισθ. Πβ. ντέρτι :1
Τροποποιήθηκε: 15/05/2025