χολή
(ουσ. θηλ.)
χολή
[xοˈli]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
χουλή
[xu'li]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσ. χολή.
1. Χολή
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φάρασ.
2. Οργή, θυμός
ό.π.τ.
:
Πιάνει τον χολή
(Τον κυριεύει ο θυμός)
Σίλ.
-Dawk.
'εναίκα του κι πόταν γιουκούγει τούτα, οπ' τσ̑η χολήν τζ̑ης πέσανι
(Και όταν η γυναίκα του ακούει για αυτό, πέθανε από τον θυμό της)
Σίλ.
-Dawk.
Ετό το κορίτσ̑' ασ' σο χολή τ' πήγε να κόψ̑' ορμανιού τα δενdρά
(Αυτό το κορίτσι από το θυμό του πήγε να κόψει τα δέντρα του δάσους)
Σίλατ.
-Dawk.
Υστερα του βασιλέγα μπιάσιν ντου χουλή
(Ύστερα τον βασιλιά τον έπιασε θυμός)
Μαλακ.
-Dawk.
Σ̑ύφτασε σο σπίτσ̑ι τ' μ' ένα χολή!
(Έφτασε στο σπίτι της με έναν θυμό!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ς χολή μ' απάνω ήρτες
(Στον θυμό μου πάνω ήρθες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Είπα ντα, κατέβη χολή μ'
(Τα είπα, ξεθύμανε ο θυμός μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Παίρω τη χολή μου
(Παίρνω τη χολή μου˙ Εκδικούμαι)
Φάρασ., Τσουχούρ.
-Ανδρ.
Έχ' χολή
(Έχει χολή˙ 'Εχει θυμό)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τ' χολή μ' κατέβεν
(Κατέβηκε η χολή μου˙ Ξεθύμωσα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πιάσι μι χολή
(Με έπιασε η χολή˙ Θύμωσα)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
3. Μεγάλη πίκρα
Μισθ.