ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χονκέρης (ουσ. αρσ.) χονκα̈́ρης [xonˈkæris] Φάρασ. χονκα̈́ρ’ [xonˈkær] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. χουνκιάρ (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 25.9 «Ἐπῆγεν ὁ χουνκιὰρ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. hünkâr (imamı) = σουλτανικός ιμάμης, υπεύθυνος για την προσευχή όταν παρίσταται ο σουλτάνος.
Χονκέρης, υψηλό θρησκευτικό αξίωμα ό.π.τ. : || Παροιμ. Ήμουν μπεκα̈́ρης, ήμουν χονκα̈́ρης, σεμαδεύτα, ενόμουν βεζίρης, παρεδόθα, ενόμουν ρεζίλης (ήμουν ανύπαντρος, ήμουν χονκέρης, αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης, παντρεύτηκα, ρεζιλεύτηκα˙ τυχεροί όσοι μένουν ανύπαντροι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.