χολιανός
(επίθ.)
χολιανός
[xoʎaˈnos]
Μαλακ.
Από το ουσ. χολή και το παραγωγ. επίθμ. -ιανός.
Οξύθυμος
Τροποποιήθηκε: 29/06/2023