χολικό
(ουσ. ουδ.)
χολικό
[xoliˈko]
Φάρασ.
Από ουσιαστικοπ. του ουδ. του μεταγν. επίθ. χολικός. Για την σημ. πβ. μεσν. φρ. φύματα χολικά (πβ. Ἀχμ. Ὀνειροκρ. 2. 123. 34 «φύματα χολικὰ καὶ ἐξανθήματα καὶ τραύματα»). Πβ. και πόντ. χολικόν.
Σπυρί, απόστημα