χονουρτούς
(ουσ. αρσ.)
χονουρτ͑ούς
[xonurˈtʰus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. homurtu = γρυλισμός, πιθ. με επίδρ. του τουρκ. ουσ. anırtı = γκάρισμα γαϊδάρου (για τον συσχετισμό πβ. Tietze 2016, λ. homurtu).
Μούγκρισμα
Φάρασ.