χοραντάς
(ουσ.)
χορανdάς
[xoranˈdas]
Σινασσ.
χοράντα
[xoˈranda]
Μαλακ.
χόρονdας
[ˈxorondas]
Φάρασ.
χοροντ͑άς
[xoronˈdhas]
Φάρασ.
χοροντά
[xoronˈda]
Ουλαγ.
χορουνdά
[xorunˈda]
Τροχ., Φκόσ.
χόρουνdα
[ˈxorunda]
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
χόροντ͑α
[ˈxorontʰa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. horanta = οικογένεια, το οπ. από το περσ. ḫwāranda = αυτός που τρώει. Oι τύπ. χόρονdας, χόρουνdα με αφομ.
1. Το μέλος της οικογένειας και συνεκδ. ολόκληρη η οικογένεια
ό.π.τ.
:
Μέγας χορανdάς
(Πολυμελής οικογένεια)
Σινασσ.
-Βλασ.
Σωροβιότουν χόρουνdα, χ̇έκισ̑καν ντου χοντσ̑ά, κάν’ταν ούλα ντάμα, σ’ ένα σαχ̇ίν ούλα ντάμα τρώισ̑καν
(μαζευόταν η οικογένεια, έστρωναν το τραπέζι, κάθονταν όλοι μαζί, σ’ ένα πιάτο όλοι μαζί έτρωγαν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χόροντ͑α μ’ τσ̑είδι μέα, δεν έσουσι ψωμί
(η οικογένειά μου είναι μεγάλη, δεν έφτασε το ψωμί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έσ̑ει αν πελίκι χοροντ͑άς
(Έχει πολύ μεγάλη οικογένεια)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Ατά χόρουνdα νταγούλ’τσιν
(Eκείνη η οικογένεια διαλύθηκε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σο μεμλεκέτι το ταζό η νύφη μπαίγκιν σο σπίτι του γαμπρού τζ̑αι απιδέ 'στέρου ’ινούτουν ένα μο το χορονdά του πεθερού
(στην πατρίδα η νεόνυμφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού και από εκεί κι ύστερα γινόταν ένα με την οικογένεια του πεθερού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Θέ μου, να με φυάκ', να φυάκ' το χόρονdά μου
(Θεέ μου, να με φυλάξεις, να φυλάξεις την οικογένειά μου)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ετοίμασ’ χόρουντας τσι ότι ντιουζάνια έχεις να σι πηάσουμ’ μέχρι ντα ελληνικά σύνορα
(ετοίμασε την οικογένειά σου και ό,τι ρουχισμό έχεις να σε πάμε μέχρι τα Ελληνικά σύνορα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γέναν ένα χόρονdα
(Έγιναν μιά οικογένεια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'ς ένα σπίτι ήχτον ένα χορουνdά, άντρας ναίκα και δύο φσ̑άχα
(Σ' ένα σπίτι ήταν μιά οικογένεια, αντρόγυνο και δύο παιδιά)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Παροιμ.
Τσ̑άπ’ ένι χορονdάς, α̈́ρ’ να μη βράσ̑ει χαριένι, τσ̑οιλία τζ̑ο ’εμούται
(Όπου είναι οικογένεια, αν δεν βράσει καζάνι, η κοιλιά δεν γεμίζει˙ για να καλυφτούν οι ανάγκες μιας οικογένειας απαιτείται μεγάλη ποσότητα φαγητού)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Το νοικοκυριό, η διακυβέρνηση του σπιτιού
Σινασσ.
3. Ομήγυρη καθισμένη γύρω από τραπέζι για φαγητό
Σινασσ.