χόρεμα
(ουσ. ουδ.)
χόριμα
[ˈxorima]
Μισθ., Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. χόρεμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. χόρευμα = χορός. Η λ. Πόντ. και Καλαβρ.
Χορός
ό.π.τ.
:
Σηκώην πιάσιν 'να βαρύ χόριμα
(Σηκώθηκε έπιασε ένα χορό βαρύ κι ασήκωτο)
Μισθ.
-Μακρ.