χοπλαντώ
(ρ.)
χοπλαdώ
[xoplaˈdo]
Ποτάμ.
χοπ͑λατώ
[xophlaˈto]
Φάρασ., Φλογ.
οπλατώ
[oplaˈto]
Σινασσ.
χοτλαdού
[xotlaˈdu]
Μισθ.
χοπ͑λατίζω
[xophlaˈtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
χοbλαdίζω
[xoblaˈdizo]
Αραβαν.
χοπλαΐζου
[xoplaˈizu]
Μισθ.
Παρατατ.
χοπλάdανα
[xoˈpladana]
Δίλ.
Εν. Προστ.
χόπλαδα
[ˈxoplaða]
Μισθ.
χοπλάδα
[ˈxoplaða]
Μισθ.
Αόρ.
χοπλάτσ̑α
[xopˈlatʃa]
Μισθ., Φλογ.
χοτλάτ’σα
[xotˈlatsa]
Ουλαγ.
χοτλαΐσ̑’
[xoplaˈiʃ]
Ουλαγ.
χαπλανdι̂́σ’
[xaplaˈdɯs]
Αραβαν.
Από τον αόρ. hopladı του τουρκ. ρ. hoplamak = χοροπηδώ (THADS, λ. hotlamak). Ο τύπ. χοτλαdού από τον τουρκ. διαλεκτ. τύπ. hotlamak = πηδώ (όχι από το τουρκ. atlamak όπως υποστηρίζει ο Κεσίσογλου 1951: 114).
1. Πηδώ
ό.π.τ.
:
Λύκος έρεται, χοπλατά να πιάσ' τὄνα ας οπίσω τ' να το φάει
(Ο λύκος έρχεται, πηδάει να πιάσει το ένα από πίσω του να το φάει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Χοπλάδα γούπα τσ’ έλα τσιαού
(πήδα το χαντάκι και έλα εδώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τι ωραία τσιγκούλια είχιν ατό κληματαριά ιδούν χοπλάτ’σια πιάσα λί’α
(Τι ωραία τσαμπιά είχε αυτή η κληματαριά, πήδηξα, έπιασα λίγα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χοπλάτσιαμ' απ' πα̈ντζια̈ρα̈, έφχ'αμ'
(Πηδήξαμε από το παράθυρο, φύγαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να το χιωρήγεις τσι όμορφο’ ναι, χαπλανdι̂́σ’ και κλώρ’ σο σπίσ’ απέσω
(Να το δεις πόσο όμορφο είναι (ενν. το μοσχάρι), να χοροπηδά και τρέχει μέσα στο σπίτι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
ατλαντίζω, κουντώ, πετώ
3. Χοροπηδώ, αναπηδώ
Μισθ.
:
Να χοπλαΐσ' του κάρου, να σ̑άν' τακα τακ
(Να χοροπηδάει το κάρο, ενν. στις πέτρες, να κάνει τακ τακ)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887