χοπλαμάς
(ουσ. αρσ.)
χοπλαμά
[xoplaˈma]
Μαλακ., Μισθ.
οπλαμάς
[oplaˈmas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. hoplama = χοροπήδημα.
1. Χοροπηδηκτός χορός
ό.π.τ.
2. Το παιδικό παιχνίδι "μακριά γαϊδούρα»
Μισθ.